λυπητικός

λυπητικός
λῡπ-ητικός, ή, όν,
A feeling pain,

ἐπί τινι Arist.MM1192b22

.
II τὸ λ. the capacity for feeling pain, Plu.2.657a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… …   Dictionary of Greek

  • λυπητικός — feeling pain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικά — λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc pl λυπητικά̱ , λυπητικός feeling pain fem nom/voc/acc dual λυπητικά̱ , λυπητικός feeling pain fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικόν — λυπητικός feeling pain masc acc sg λυπητικός feeling pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητική — λυπητικός feeling pain fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπητικά — και λυπητικῶς (Μ) επίρρ. βλ. λυπητικός …   Dictionary of Greek

  • λυπητικάτος — η, ο (Μ λυπητικάτος, η, ον) [λυπητικός] λυπητερός …   Dictionary of Greek

  • ՏՐՏՄԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0899 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 11c, 12c ա. λυπητικός, λυπηρός, περίλυπος dolorosus, dolorificus, tristis, molestiam adferens. Ուր կայցէ տրտմութիւն ինչ, կամ տրտմեցուցիչ. տրտմալի. վշտալից. տրտմագին.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”